ἐπιρρύομαι

ἐπιρρύομαι
ἐπιρρύομαι,
A save, preserve, A.Th.165 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιρρύομαι — ἐπιρρύομαι (Α) [ρύομαι] (αποθ.) διασώζω, διαφυλάσσω («ἐπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρρύου — ἐπιρρύ̱ου , ἐπιρρύομαι save pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιρρύ̱ου , ἐπιρρύομαι save imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρυσις — (I) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρέω] ροή («ἐάν ἀποτρέψῃς τὴν ἐπίρρυσιν», Ιπποκρ.). (II) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρύομαι] διαφύλαξη, διάσωση («κατετρίβοντο, μή γινομένης τινὸς ἐπιρρύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρυσθῆναι — ἐπιρῡσθῆναι , ἐπιρρύομαι save aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”